- συνθεωρώ
- -έω, ΜΑπαρατηρώ κάτι ταυτόχρονα με άλλον ή με άλλουςαρχ.1. είμαι θεωρός μαζί με άλλον, μετέχω σε πρεσβεία ή πηγαίνω σε γιορτή ή πανήγυρη μαζί με κάποιον άλλο2. παθ. συνθεωροῡμαι, -έομαιγίνομαι το αντικείμενο τής συνολικής εποπτείας κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + θεωρῶ «βλέπω, παρατηρώ, κρίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.