συνθεωρώ

συνθεωρώ
-έω, ΜΑ
παρατηρώ κάτι ταυτόχρονα με άλλον ή με άλλους
αρχ.
1. είμαι θεωρός μαζί με άλλον, μετέχω σε πρεσβεία ή πηγαίνω σε γιορτή ή πανήγυρη μαζί με κάποιον άλλο
2. παθ. συνθεωροῡμαι, -έομαι
γίνομαι το αντικείμενο τής συνολικής εποπτείας κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + θεωρῶ «βλέπω, παρατηρώ, κρίνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνθεωρῶ — συνθεωρέω contemplate pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνθεωρέω contemplate pres ind act 1st sg (attic epic doric) συνθεωρέω contemplate pres subj act 1st sg (attic epic doric) συνθεωρέω contemplate pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθεωρία — ἡ, Μ [συνθεωρῶ] σύγχρονη θεώρηση ενός θέματος …   Dictionary of Greek

  • συνθεώρημα — ήματος, τὸ, Α [συνθεωρῶ] θεωρητική αρχή που γίνεται αποδεκτή …   Dictionary of Greek

  • συνθεώρητος — ον, Α [συνθεωρῶ] πλήρως αποδεδειγμένος από τη θεωρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”